„Freikarte“: Femininum, weiblich FreikarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εισιτήριο ελευθέρας, δωρεάν εισιτήριο, πρόσκληση εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ελευθέρας, δωρεάν εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Freikarte πρόσκλησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Freikarte Freikarte