„freigiebig“: Adjektiv freigiebigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης freigiebig freigiebig