„Forschungsdrang“: Maskulinum, männlich ForschungsdrangMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιθυμία εξερεύνησης επιθυμίαFemininum, weiblich | θηλυκό f εξερεύνησης Forschungsdrang Forschungsdrang