„Flutkatastrophe“: Femininum, weiblich FlutkatastropheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταστροφή από πλημμύρα καταστροφήFemininum, weiblich | θηλυκό f από πλημμύρα Flutkatastrophe Flutkatastrophe