„Flugverbot“: Neutrum, sächlich FlugverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαγόρευση πτήσεων απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f πτήσεων Flugverbot Flugverbot