„Flugschein“: Maskulinum, männlich FlugscheinMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αεροπορικό εισιτήριο αεροπορικό εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Flugschein Flugschein