„Flugmeile“: Femininum, weiblich FlugmeileFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μίλι πτήσης μίλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n πτήσης Flugmeile Flugmeile examples Flugmeilen sammeln συλλέγω πόντους πτήσης Flugmeilen sammeln