„Flüchtling“: Maskulinum, männlich FlüchtlingMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φυγάδας, δραπέτης, πρόσφυγας φυγάδαςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Flüchtling δραπέτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Flüchtling πρόσφυγαςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Flüchtling Flüchtling