„Fließbandarbeit“: Femininum, weiblich FließbandarbeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργασία σε αλυσίδα συναρμολόγησης εργασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f σε αλυσίδα συναρμολόγησης Fließbandarbeit Fließbandarbeit