„Fliegendreck“: Maskulinum, männlich FliegendreckMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περιττώματα μύγας περιττώματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl μύγας Fliegendreck Fliegendreck