„Feuerzeugbenzin“: Neutrum, sächlich FeuerzeugbenzinNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βενζίνη για αναπτήρα βενζίνηFemininum, weiblich | θηλυκό f για αναπτήρα Feuerzeugbenzin Feuerzeugbenzin