„Festgeld“: Neutrum, sächlich FestgeldNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προθεσμιακή κατάθεση προθεσμιακή κατάθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Festgeld Festgeld