„Fernziel“: Neutrum, sächlich FernzielNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μακροπρόθεσμος στόχος μακροπρόθεσμος στόχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Fernziel Fernziel