„fernbleiben“: intransitives Verb fernbleibenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δε συμμετέχω, δε λαμβάνω μέρος, απέχω, απουσιάζω δε συμμετέχω, δε λαμβάνω μέρος (Dativ | δοτικήdat σε) fernbleiben απέχω (Dativ | δοτικήdat /Genitiv | γενική gen) (Dativ | δοτικήdat /Genitiv | γενική gen) fernbleiben απουσιάζω fernbleiben fernbleiben