„Feinkostladen“: Maskulinum, männlich FeinkostladenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάστημα εκλεκτών τροφίμων κατάστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εκλεκτών τροφίμων Feinkostladen Feinkostladen