„Fangquote“: Femininum, weiblich FangquoteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αλιευτικές ποσοστώσεις αλιευτικές ποσοστώσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Fangquote Fangquote