Falschaussage
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ψευδής κατάθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fFalschaussage Rechtswesen | νομικός όροςJURFalschaussage Rechtswesen | νομικός όροςJUR