„Fachwissen“: Neutrum, sächlich FachwissenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ειδικές γνώσεις ειδικές γνώσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Fachwissen Fachwissen