„Extrawurst“: Femininum, weiblich ExtrawurstFemininum, weiblich | θηλυκό f in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θέλει πάντα να ξεχωρίζει προσφέρω ειδική περιποίηση σε examples er will immer eine Extrawurst θέλει πάντα να ξεχωρίζει er will immer eine Extrawurst jemandem eine Extrawurst braten προσφέρω ειδική περιποίηση σε jemandem eine Extrawurst braten