explosiv
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εκρηκτικόςexplosiv auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigexplosiv auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig