„Evakuierte(r)“: Maskulinum und Femininum EvakuierteMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόσωπο προερχόμενο από εκκενωμένη περιοχή Evakuierte(r) Evakuierte(r)