„Esser“: Maskulinum, männlich EsserMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> EsserinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόσωπο που τρώει πρόσωποNeutrum, sächlich | ουδέτερο n που τρώει Esser Esser examples guter Esser γερό πιρούνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n καλοφαγάςMaskulinum, männlich | αρσενικό m καλοφαγούFemininum, weiblich | θηλυκό f guter Esser