erzwingen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξαναγκάζωerzwingen auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILerzwingen auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL