„erwachsen“: Adjektiv erwachsenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεγάλος, ενήλικος μεγάλος erwachsen erwachsen ενήλικος erwachsen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR erwachsen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR