„erstatten“: transitives Verb erstattentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιστρέφω, πληρώνω, κάνω υποβάλλω αναφορά, υποβάλλω μήνυση επιστρέφω, πληρώνω erstatten Kosten erstatten Kosten κάνωoder | ή od υποβάλλω αναφορά erstatten Bericht erstatten Bericht υποβάλλω μήνυση erstatten Anzeige erstatten Anzeige