„erstarren“: intransitives Verb erstarrenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παραλύω, παγώνω, μένω κόκκαλο, κοκκαλώνω παραλύω, παγώνω erstarren erstarren μένω κόκκαλο, κοκκαλώνω erstarren umgangssprachlich | οικείοumg erstarren umgangssprachlich | οικείοumg