„Ermessensfrage“: Femininum, weiblich ErmessensfrageFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ζήτημα προσωπικής εκτίμησης ζήτημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n προσωπικής εκτίμησης Ermessensfrage Ermessensfrage