ergiebig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αποδοτικός, προσοδοφόροςergiebig finanziellergiebig finanziell
- καρποφόροςergiebig Bodenergiebig Boden
- αποδοτικός, οικονομικόςergiebig Materialergiebig Material