„erblassen“: intransitives Verb erblassenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χλομιάζω, γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω χλομιάζω, γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω (vor από) erblassen erblassen