„Erbauung“: Femininum, weiblich ErbauungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαπαιδαγώγηση, ηθοπλασία διαπαιδαγώγησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Erbauung ηθοπλασία Erbauung Erbauung