„Entwerter“: Maskulinum, männlich EntwerterMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μηχάνημα ακύρωσης μηχάνημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ακύρωσης Entwerter Entwerter