„entlocken“: transitives Verb entlockentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υποκλέπτω, αποσπάω υποκλέπτω, αποσπάω (jemandem etwas κάτι από) entlocken entlocken