„entgegeneilen“: intransitives Verb entgegeneilenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σπεύδω σε προϋπάντηση σπεύδω σε προϋπάντηση (Dativ | δοτικήdat /Genitiv | γενική gen) (Dativ | δοτικήdat /Genitiv | γενική gen) entgegeneilen entgegeneilen