„energiearm“: Adjektiv energiearmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χαμηλός σε πρόσληψη θερμίδων χαμηλός σε πρόσληψη θερμίδων energiearm Nahrung energiearm Nahrung