„Eminenz“: Femininum, weiblich EminenzFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάκτηση διάκρισης κατάκτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f διάκρισης Eminenz Eminenz examples graue Eminenz παρασκηνιακή παρουσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f graue Eminenz