Embargo
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εμπάργκοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nEmbargoοικονομικός αποκλεισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mEmbargoEmbargo