Ellbogen
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αγκώναςMaskulinum, männlich | αρσενικό mEll(en)bogenEll(en)bogen
examples
- seine Ell(en)bogen gebrauchen, um etwas durchzusetzenσυμπεριφέρομαι αδιαφορώντας για τους άλλους, ώστε να επιβάλλω κάτι