„Elementargewalt“: Femininum, weiblich ElementargewaltFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ισχύς φυσικού στοιχείου ισχύςFemininum, weiblich | θηλυκό f φυσικού στοιχείου Elementargewalt Elementargewalt