„einziehbar“: Adjektiv einziehbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιδεκτικός συστολής επιδεκτικός συστολής einziehbar Technik | τεχνικήTECH einziehbar Technik | τεχνικήTECH