„Einstiegsdroge“: Femininum, weiblich EinstiegsdrogeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ναρκωτικό που αποτελεί προθάλαμο για τη χρήση βαριών ναρκωτικών Einstiegsdroge Einstiegsdroge