einseitig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μονόπλευρος, μονομερήςeinseitigeinseitig
- μονοκόμματοςeinseitig Mensch pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejeinseitig Mensch pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej