Einschiffung
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μπαρκάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nEinschiffungεπιβίβασηFemininum, weiblich | θηλυκό f (στο πλοίο)EinschiffungEinschiffung