einkasteln
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- φυλακίζωeinkasteln Straftäteret cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etceinkasteln Straftäteret cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc