„eingrenzen“: transitives Verb eingrenzentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περιφράζω, περιορίζω σε περιφράζω eingrenzen eingrenzen περιορίζω σε eingrenzen Thema in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig eingrenzen Thema in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig