eingeloggt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συνδεδεμένοςeingeloggt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTeingeloggt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT