„Einfuhrbeschränkungen“: Plural EinfuhrbeschränkungenPlural | πληθυντικός pl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περιορισμοί εισαγωγών περιορισμοίMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl εισαγωγών Einfuhrbeschränkungen Einfuhrbeschränkungen