„Eilsendung“: Femininum, weiblich EilsendungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παράδοση με επείγουσα διανομή παράδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό f με επείγουσα διανομή Eilsendung Eilsendung