„Eigenschaft“: Femininum, weiblich EigenschaftFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ιδιότητα ιδιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f Eigenschaft Eigenschaft examples EigenschaftenPlural | πληθυντικός pl Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ιδιότητεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl EigenschaftenPlural | πληθυντικός pl Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT