„Eigenanteil“: Maskulinum, männlich EigenanteilMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συμμετοχή του ασφαλισμένου στις δαπάνες ιατρικής περίθαλψης συμμετοχήFemininum, weiblich | θηλυκό f του ασφαλισμένου στις δαπάνες ιατρικής περίθαλψης Eigenanteil bei einer Versicherung Eigenanteil bei einer Versicherung