„Ehrfurcht“: Femininum, weiblich EhrfurchtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δέος, σεβασμός δέοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ehrfurcht σεβασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m (vor προς) Ehrfurcht Ehrfurcht